εἱμαρμένος

εἱμαρμένος
μείρομαι
receive as one's portion
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ειμαρμένο — το (Α εἱμαρμένος, η, ον) αυτό που είναι προκαθορισμένο να συμβεί, το μοιραίο, το γραφτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού παρακμ. είμαρται τού αρχ. ρ. μείρομαι*] …   Dictionary of Greek

  • Παπαδόπουλος, Νικόλαος — Εκδότης και λόγιος, που γεννήθηκε το 1858. Καταγόταν από την Ύδρα. Το 1879 ίδρυσε το περιοδικό Διάπλασις των Παίδων, στο οποίο αρχικά ήταν ο μοναδικός συντάκτης. Αργότερα όμως συνεργάστηκαν σ’ αυτό ο Αρ. Κουρτίδης (Αιμίλιος Ειμαρμένος) και ο… …   Dictionary of Greek

  • ՕՐՀԱՍԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 1036 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c, 14c ա. εἰμαρμένος fatalis. Որ ինչ հայի օրհաս. վախճանական. մահառիթ. յեղակարծ. *Զօրհասական վէրսն յոգիս ընկալեալ էր. Եղիշ.: եւ Յհ. կթ.: *Գայ օրհասական մահն յանցաւորաց:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”